καραγκιοζλίκι

καραγκιοζλίκι
και καραγκιοζιλίκι, το
1. χονδροειδής αστεϊσμός, χυδαίος λόγος
2. συν. στον πληθ. τα καραγκιοζλίκια
γελοία πράξη ή συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kara-goz-l-ik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”